- ἔμβαθρα
- ἔμβαθρα, ων, τά, a kind ofA shoes, Poll.7.93.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμβαθρο — το (Α ἔμβαθρα, τα) βάθρο, υπόβαθρο αρχ. είδος υποδημάτων, εμβάς (= παντόφλα) … Dictionary of Greek
τυρρηνικουργής — ές, Α αυτός που έχει κατεργαστεί με τυρρηνικό τρόπο («ἐκάλουν δ αὐτὰ τυρρηνικουργῆ ὥσπερ καὶ τὰ ἔμβαθρα ῥηνιουργῆ», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνικός + ουργής (< ἔργον*), πρβλ. Ἀττικ ουργής] … Dictionary of Greek